Δυοβουνιώτης

Δυοβουνιώτης
Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος (Άμφισσα 1798 – Αθήνα 1868). Ήταν γιος του Ιωάννη Δ. (Βλ. 2.). Έλαβε στρατιωτική εκπαίδευση στην Ιθάκη και εντάχτηκε στις δυνάμεις του πατέρα του. Η έκρηξη της Επανάστασης τον βρήκε όμηρο του Αλή πασά. Κατόρθωσε να δραπετεύσει, αλλά έπεσε στα χέρια του Χουρσίτ. Τελικά ελευθερώθηκε και ορίστηκε χιλίαρχος το 1822 από τον Άρειο Πάγο, στρατηγός το 1823 και γερουσιαστής κατά τη βασιλεία του Όθωνα. 2. Ιωάννης (Δύο Βουνά Φθιώτιδας 1763 – Άμφισσα 1831). Αναγνωρίστηκε αρματολός των επαρχιών Ζητουνίου, Βουδουνίτσας και Τουρκοχωρίου στη διάρκεια των τελευταίων δέκα χρόνων πριν από την Επανάσταση. Το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και μαζί με τον Πανουργιά, τον Διάκο και τον Σκαλτσά αποτελούσαν την τετράδα των αρχηγών του ένοπλου αγώνα στην ανατολική Στερεά. Με την έκρηξη της Επανάστασης, και παρά το γεγονός ότι ο γιος του βρισκόταν όμηρος στα χέρια του Αλή πασά, πολιόρκησε (8 Απριλίου 1821) με 80 πολεμιστές του και 500 στρατολογημένους από τη γύρω περιοχή το δυσπόρθητο φρούριο της Βουδουνίτσας, το οποίο τελικά παραδόθηκε. Ενώ η πολιορκία βρισκόταν σε εξέλιξη, ο Δ. με τον Διάκο αποχώρησαν για να οργανώσουν, μαζί με τον Πανουργιά, την αντίσταση στην κοιλάδα του Σπερχειού. Πρωταγωνίστησε επίσης στην περίφημη μάχη των Βασιλικών τον Αύγουστο του 1821. Ο αγωνιστής του 1821 Ιωάννης Δυοβουνιώτης. Ο Γεώργιος Δυοβουνιώτης, γιος του Ιωάννη, εντάχτηκε στις δυνάμεις του πατέρα του κατά τη διάρκεια του Αγώνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Δυοβουνιώτης, Κωνσταντίνος — (Πάτρα 1872 – Αθήνα, 1943). Θεολόγος και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στην Αθήνα και στη Γερμανία. Διετέλεσε καθηγητής της δογματικής και της ηθικής στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά τις περιόδους 1919 20 και 1922 23 και στη συνέχεια… …   Dictionary of Greek

  • ИКОНОМИЯ — [греч. οἰκονομία, букв. «домостроительство»], один из важнейших принципов церковного правотворчества, правоприменительной практики и душепопечения. В наст. время под И. понимается обычно отступление от безусловного и точного исполнения… …   Православная энциклопедия

  • Liste des membres de l'Académie d'Athènes — Liste des membres de l Académie d Athènes, l académie nationale des Sciences, Humanités et Beaux Arts de Grèce. Liste 1926 (membres fondateurs nommés dans la charte de l Académie) Dimitrios Aeginitis  …   Wikipédia en Français

  • Битва при Аламане — Стиль этой статьи неэнциклопедичен или нарушает нормы русского языка. Статью следует исправить согласно стилистическим правилам Википедии …   Википедия

  • Άμπλιανη — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.220 μ., 255 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δομνίστας. II Τοποθεσία μεταξύ Γραβιάς και Σαλώνων της Φωκίδας. Η Ά. είναι γνωστή από τη μάχη που διεξήχθη εκεί το 1824, όταν συνεχιζόταν ακόμα o… …   Dictionary of Greek

  • Βασιλικά — I Δύο τοποθεσίες στον ελληνικό χώρο που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση του 1821. 1. Τοποθεσία της Κορινθίας. Εκεί, τον Σεπτέμβριο του 1821, στρατοπέδευσε ο Δημήτριος Υψηλάντης για να παρακολουθεί τον Ισθμό και να βοηθήσει στην πολιορκία… …   Dictionary of Greek

  • Γραβιάς, χάνι της- — Το ονομαστό πανδοχείο γύρω από το οποίο δόθηκε μάχη που αποτέλεσε σύμβολο ηρωισμού στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του 1821. Βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Γερολέκα, στη βόρεια έξοδο του στενού της Άμπλιανης, μεταξύ Παρνασσού και Γκιόνας.… …   Dictionary of Greek

  • Λάμπρος, Σπυρίδων — (Κέρκυρα 1851 – Σκόπελος 1919). Ιστορικός, πανεπιστημιακός και πολιτικός. Θεωρείται ο πιο διαπρεπής μεσαιωνολόγος και ιστοριοδίφης της νεότερης Ελλάδας. Γιος του νομισματολόγου Παύλου Λάμπρου (βλ. λ.), ο Λ. έδειξε πολύ πρώιμη κλίση στα γράμματα… …   Dictionary of Greek

  • Νέος Ελληνομνήμων — Τριμηνιαίο περιοδικό σύγγραμμα, το οποίο συντασσόταν και εκδιδόταν από τον Σπ. Λάμπρου (1904). Η έκδοση του περιοδικού αυτού ήταν κατά κάποιο τρόπο η συνέχεια του περιοδικού Ελληνομνήμων του Μουστοξύδη. Στο περιοδικό δημοσιεύονταν ανέκδοτα… …   Dictionary of Greek

  • БИБЛИЯ. IV. ПЕРЕВОДЫ — Переводы Б. На древние языки Арамейские таргумы Арамейский таргум иудейский перевод Б. (ВЗ) на арамейский язык. Существительное « » в постбиблейском евр. и арам. означает «перевод», глагол « » (арам. ) «переводить, объяснять» (единственный раз в… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”